ελκυστήρ

ελκυστήρ
(-ηρος) ο
1) верёвка, канат (с помощью которых что-л, тянут); повод, уздечка; 2) тех тягач; 3) мед. акушерские щипцы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ελκυστήρ" в других словарях:

  • ἑλκυστήρ — instrument for drawing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλκυστῆρα — ἑλκυστήρ instrument for drawing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλκυστῆρες — ἑλκυστήρ instrument for drawing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλκυστῆρι — ἑλκυστήρ instrument for drawing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλκυστῆρσι — ἑλκυστήρ instrument for drawing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελκυστήρας — ο (AM ἑλκυστήρ) νεοελλ. 1. μέρος τού σαμαριού τού αλόγου που προσαρμόζεται στο στήθος του, μπροστινέλα 2. τρακτέρ, όχημα έλξης με ειδικούς τροχούς ή ερπύστριες για να μπορεί να κινείται σε ανώμαλο έδαφος αρχ. 1. εμβρυουλκός 2. χαλινάρι 3. ως επίθ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»